Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κάπρος ο [kápros] Ο18 : επιβήτορας χοίρος. || αγριόχοιρος.
[λόγ. < αρχ. κάπρος]
[Λεξικό Κριαρά]
- κάπρος ο.
-
- Αγριογούρουνο:
- (Φορτουν. Γ´ 716).
- Η λ. και ως τοπων.:
- (Πορτολ. Α 30724).
[αρχ. ουσ. κάπρος. Η λ. και σήμ.]
- Αγριογούρουνο: