Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κάππαρη η [kápari] Ο32 : καθένας από τους μικρούς, πρασινωπούς, σφαιρικούς καρπούς του ομώνυμου φυτού, που διατηρούνται σε άρμη ή σε ξίδι και που χρησιμοποιούνται ως αρωματικό σε φαγητά ή σε σαλάτες. || ποσότητα από τους παραπάνω καρπούς: Γαρνίρω το ψάρι με ~. Aγοράζω ~.
[μσν. κάππαρη < αρχ. κάππαρ(ις) μεταπλ. -η]
[Λεξικό Κριαρά]
- κάππαρη η.
-
- Θαμνώδες φυτό και ο καρπός του:
- (Προδρ. IV 457).
[αρχ. ουσ. κάππαρις. Η λ. στο Βλάχ. (‑ι) και σήμ.]
- Θαμνώδες φυτό και ο καρπός του: