Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κάποτε [kápote] επίρρ. χρον. : 1. με αόριστη αναφορά στο παρελθόν ή το μέλλον· κάποια στιγμή, κάποια εποχή, κάποια φορά: Γνωριστήκαμε ~ στην Aθήνα. ~ στην Kατοχή / στο στρατό / στο χωριό. ~ στη Δύση. ~, όταν ήμουν μικρός. ~ ήταν όμορφος. Nομίζω πως ~ ήταν υπουργός. ~ θα σου τα πω / θα τα μάθεις όλα. Ίσως ~ συναντηθούμε. (έκφρ.) κάποιος, κάπου, ~, για κτ. τελείως γενικό και αόριστο. || στην αρχή διήγησης· μια φορά κι έναν καιρό: Ήταν ~ ένας βασιλιάς. 2. με τη σημασία μερικές φορές: Είναι τόσο όμοιες που ~ δεν τις ξεχωρίζω. ~ συναντιόμαστε και βγαίνουμε, κάπου κάπου. || ~ ερχόταν πιο συχνά, παλιά, άλλοτε. || ~ ~, για περισσότερη έμφαση: ~ ~ έρχεται στο μυαλό μου. || στη θέση μονολεκτικής καταφατικής απάντησης: Bγαίνετε έξω; -~ (~). 3. σε σύνδεση δύο αντίθετων νοηματικά όρων· άλλοτε
άλλοτε: ~ νιώθει χαρούμενος, ~ λυπημένος. ~ αργά και ~ γρήγορα. ~ έτσι και ~ αλλιώς, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.
[μσν. κάποτε < ποτέ με προσθήκη του κα- κατά το κά-ποιος και τον. στην προπαραλ. κατά τα άλλα αοριστολογικά: όποιος]
[Λεξικό Κριαρά]
- κάποτε, επίρρ.· κάποτες· οκάμποτε· οκάποτε· οκαποτέ· οκάποτες· οκάποτις· ουκάποτε· ουκάποτες.
-
- 1)
- α) Κάποτε (στο παρελθόν), για κάποιο διάστημα:
- την μάχην τήν είχαμεν οκάποτε μετά τους Γενοβήσους (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1362)·
- β) κάποτε, ορισμένη στιγμή στο παρελθόν:
- οκάποτε εσυντύχασιν αντάμα και οι δύο (Ιμπ. 298)·
- γ) κάποτε (στο μέλλον):
- κάποτες να μιλήσω προς εκείνην (Κυπρ. ερωτ. 953)·
- αν τύχει κάποτε εις καιρόν … (Σπαν. B 49).
- α) Κάποτε (στο παρελθόν), για κάποιο διάστημα:
- 2) Πότε πότε, ενίοτε:
- αν καλοεθυμάται κάποτες μίαν αμαρτωλήν (Σκλέντζα, Ποιήμ. 1202).
- Εκφρ.
- 1) Εις καιρόν οκάποτε όταν … = όταν κάποτε (στο μέλλον):
- (Κομν., Διδασκ. Δ 59).
- 2) Ο κάποτε + ουσ. = ο πρώην:
- του κάποτες ζουράρη (Σκλέντζα, Ποιήμ. 145).
[<σύνδ. καν + επίρρ. ποτέ. Η λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Κριαρά]
- καποτεσινός, επίθ.
-
- Που ανήκει στο παρελθόν, παλιός:
- ο φίλος του ο καποτεσινός του (Pιμ. Aπολλων. [1071]).
[<επίρρ. κάποτες + κατάλ. ‑ινός. H λ. στο Du Cange (‑τέσυ‑)]
- Που ανήκει στο παρελθόν, παλιός: