Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάπος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
κάπος ο.
  • Ο επικεφαλής (ομάδας στρατιωτών), καπετάνιος:
    • σολντάδοι και … κάποι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 1603).

[<ιταλ. capo]

[Λεξικό Κριαρά]
κάποσα, επίρρ.,
βλ. κάμποσα.
[Λεξικό Κριαρά]
κάποσος, καπόσος, αντων.,
βλ. καμπόσος.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες