Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κάπηλος ο [kápilos] Ο19 : αυτός που καπηλεύεται κτ. ή κπ.· καπηλευτής
[λόγ. < αρχ. κάπηλος `μικρέμπορος, ταβερνιάρης, απατεώνας΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- κάπηλος ο.
-
- Ο ιδιοκτήτης καπηλειού, ταβερνιάρης:
- (Βακτ. αρχιερ. 171).
[αρχ. ουσ. κάπηλος]
- Ο ιδιοκτήτης καπηλειού, ταβερνιάρης: