Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κάντε, σύνδ.
-
- 1) Εκφρ. κάντε … κάντε, καν … κάντε, κάντε … και = είτε … είτε:
- (Ασσίζ. 1147, 8), (Αλφ. 1924), (Ασσίζ. 24312).
- 2) Έκφρ. κάντε αν = ακόμη και αν:
- (Ασσίζ. 2635).
[<συνεκφ. καν τε. Η λ. στο Somav.]
- 1) Εκφρ. κάντε … κάντε, καν … κάντε, κάντε … και = είτε … είτε:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καντέντσα η [kadéntsa] Ο25 : (μουσ.) ελεύθερο, μουσικό κομμάτι, δείγμα δεξιοτεχνίας, συνήθ. στο τέλος του πρώτου μέρους ενός κοντσέρτου, για σόλο όργανο.
[ιταλ. cadenza]