Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κάνουλα η [kánula] Ο27α : ξύλινη βρύση σε βαρέλι κρασιού. || (παρωχ.) βρύση ή ρουμπινές. ΦΡ ανοίγω / κλείνω την ~, αρχίζω / σταματώ τις άφθονες οικονομικές παροχές.
[μσν. κάνουλα αντδ. < υστλατ. cannula υποκορ. του canna (δες στο κάννη)]