Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κάννη η [káni] Ο30 : χαλύβδινος σωλήνας πυροβόλου όπλου, μέσα από τον οποίο περνά και εξακοντίζεται το βλήμα: Kαραμπίνα με μία ~ / με δύο κάννες, μονόκαννη / δίκαννη. Πυροβόλο με δύο / με τέσσερις κάννες. Όπλο με μακριά / κοντή ~. Πρότεινε την ~ του όπλου στον αντίπαλό του. Tου ακούμπησε την κρύα ~ στον κρόταφο.
[λόγ. < ελνστ. κάννη, κάννα `καλάμι΄, αρχ. σημ.: `ψάθα΄ (σημιτ. προέλ.) σημδ. ιταλ. canna (< λατ. canna < ελνστ. κάννα)]