Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κάνας [kánas & kanas] & κάνα [kána & kana] όταν δεν αναφερόμαστε στον ενικό αριθμό ή για το ουδέτερο γένος αντων. αόρ. : (προφ.) κανένας: Aς πάει ~ άλλος· εγώ είμαι κουρασμένος. Δεν είναι ~ χαζός. Λες να τηλεφώνησε ~ Γιώργος; Kάνα γιατρουδάκι θα τον εξέτασε. (έκφρ.) κάνα δυο* (τρεις).
[< κανενός (γεν. του κανένας) > κανός με απλολ. [neno > no] και υποχωρ. κατά τα άλλα αοριστολογικά, π.χ.: κάποτε· αποβ. του -ς που είναι χαρακτηριστικό του αρσ.]