Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάμωμα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κάμωμα το [kámoma] Ο49 : 1. (κυρ. πληθ.) συμπεριφορά προσποιητή. α. συμπεριφορά ενοχλητική ή παράξενη που προκαλεί την προσοχή και συνήθ. την αντίδραση των άλλων: Ο κόσμος γελάει με τα καμώματά του. β. συμπεριφορά κυρίως γυναίκας, που θέλει να προκαλέσει το ανδρικό ενδιαφέρον· νάζια: Tον τρέλανε με τα καμώματά της. 2. (λαϊκότρ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κάνω, το φτιάξιμο. ΠAΡ Tης νύχτας* τα καμώ ματα τα βλέπει η μέρα και γελά.

[μσν. κάμωμα < καμώ(νω δες καμώνομαι) -μα]

[Λεξικό Κριαρά]
κάμωμα το· κάμουμα· κάμωμαν.
  • 1)
    • α) Έργο, κατασκεύασμα:
      • εγώ κτίζω κι εσού χαλάς τα καμώματά μου! (Μαχ. 56820
    • β) φτιάξιμο, κατασκευή:
      • το κάμωμα της λυχνιάς σφυριστή μάλαμα (Πεντ. Αρ. VIII 4
    • γ) (προκ. για τη σελήνη) σχηματισμός, γέμιση:
      • το κάμωμα του φεγγαρίου (Μπερτόλδος 28
    • δ) πλάσμα (ανθρώπινο):
      • (Πιστ. βοσκ. III 6, 118
    • ε) δημιούργημα λογοτεχνικό:
      • (Ροδολ. Τοις αναγν. 21
    • στ) (ιδ. στον πληθ.) ενέργεια, πράξη:
      • της νύκτας τα καμώματα η ημέρα αναγελά τα (Σαχλ. Α´ PM 96
    • ζ) (ιδ. στον πληθ.) κατορθώματα:
      • ο Σατούρνος ήτον τιμημένος … διά τα καμώματά του (Κατζ. Δ´ 353
    • η) (ιδ. στον πληθ.) άπρεπη πράξη:
      • (Τριβ., Ρε 10
    • θ) (ιδ. στον πληθ.) γεγονός, συμβάν:
      • (Θησ. ΙΑ´ [102]
    • ι) ερωτική συνεύρεση:
      • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [457]).
  • 2) Σοδειά, καρπός αγροτικής εργασίας:
    • όνταν μαζώξεις τα καμώματά σου από το χωράφι (Πεντ. Έξ. XXIII 16).
  • 3) Μισθός:
    • κάμωμα μισταργού (Πεντ. Λευιτ. XIX 13).
  • 4)
    • α) Πανηγύρι, γλέντι:
      • (Σαχλ., Αφήγ. 805
    • β) διαπληκτισμός, τσάκωμα, καυγάς:
      • (Σαχλ., Αφήγ. 241).

[<καμώνω + κατάλ. μα. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καμωματού η [kamomatú] Ο37 : (οικ.) γυναίκα που, με την κάπως προσποιητή αλλά χαριτωμένη συμπεριφορά της, προκαλεί το ανδρικό συνήθ. ενδιαφέρον· ναζιάρα.

[καμωματ- (κάμωμα) -ού]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες