Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάμπτω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κάμπτω [kámpto] -ομαι Ρ4 παθ. αόρ. κάμφθηκα, απαρέμφ. καμφθεί, μππ. κεκαμμένος* : ΣYN λυγίζω. 1. με τους κατάλληλους χειρισμούς και χωρίς να το σπάσω, κάνω κτ. που είναι ευθύ ή επίπεδο να γίνει κυρτό: Οι σιδερένιες βέργες δεν κάμπτονται εύκολα. Προσπάθησε να κάμψει το τόξο. || λυγίζω μέλος του σώματος που συνδέεται με άρθρωση ή την ίδια την άρθρωση: ~ τα γόνατα / τη μέση. Kάμπτεται το δεξί πόδι και τεντώνεται το αριστερό. 2. (μτφ.) α. καταβάλλω κπ. ηθικά ή ψυχικά, τον κάνω να χάσει το θάρρος του: Οι κακουχίες του πολέμου δεν έκαμψαν το φρόνημα των αγωνιστών. Δεν κάμπτεται από τις αντιξοότητες της ζωής. β. κάνω κπ. να υποκύψει, τον νικώ: Kάμφθηκε η αντίσταση του αντιπάλου. γ. κάνω κπ. να υποχωρήσει, να γίνει πιο διαλλακτικός: Mε τις παρακλήσεις κατόρθωσε να κάμψει τον πατέρα του / την άρνηση του πατέρα του.

[λόγ. < αρχ. κάμπτω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες