Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάμποτ
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κάμποτ το [kábot] Ο (άκλ.) & κάμποτο το [káboto] Ο41 : είδος χοντρού βαμβακερού υφάσματος που δεν έχει υποστεί λεύκανση.

[αγγλ. cabot(;) ίσως σήμα κατατ. ή όν. κατασκευαστή· προσθήκη -ο για προσαρμ. στο μορφολ. σύστημα της δημοτ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καμποτζιανός -ή -ό [kabodzianós] Ε1 : 1.που ανήκει ή που αναφέρεται στην Kαμπότζη ή στους κατοίκους της ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Kαμποτζιανή κυβέρνηση / πρωτεύουσα. 2. (ως ουσ.) ο Kαμποτζιανός, θηλ. Kαμποτζιανή, ο κάτοικος της Kαμπότζης. || (ως επίθ.): Kαμποτζιανοί διπλωμάτες.

[λόγ. Kαμπότζ(η) -ιανός < γαλλ. Cambodg(e) (από γλ. της περιοχής)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καμποτινισμός ο [kabotinizmós] Ο17 : η συμπεριφορά του καμποτίνου, θεατρινισμός και αγυρτεία.

[λόγ. καμποτίν(ος) -ισμός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καμποτίνος ο [kabotínos] Ο18 : 1. χαρακτηρισμός ανθρώπου που χρησιμοποιεί διάφορα τεχνάσματα για να εξαπατήσει τους άλλους και να παρουσιάσει τον εαυτό του σπουδαίο· αγύρτης. 2. (παρωχ.) χαρακτηρισμός ατάλαντου ηθοποιού.

[λόγ. < ιταλ. cabotin -ος < γαλλ. cabotin < ανθρωπων. Cabotin (όν. ηθοποιού)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες