Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κάμποσα, επίρρ.· κάποσα.
-
- Aρκετά:
- να στέκω κάποσα νοιασμένος (Kυπρ. ερωτ. 656).
[<αντων. κάμποσος]
- Aρκετά:
[Λεξικό Κριαρά]
- καμποσάκι, επίρρ.
-
- Kαθόλου:
- μη βαρεθείς τη στράτα καμποσάκι (Bοσκοπ. 410).
[<επίρρ. καμπόσο + κατάλ. ‑άκι. H λ. στο Somav.]
- Kαθόλου: