Παράλληλη αναζήτηση
10 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κάμπος ο· γάμπος· κάμβος.
-
- 1)
- α) Πεδιάδα, τόπος πεδινός:
- ώρες ’ς τσι κάμπους πορπατώ κι ώρες ’ς βουνά (Πανώρ. E´ 57)·
- β) πεδιάδα, ανοιχτωσιά:
- ουδέν ένι διά πόλεμον κάμπος πλατύς, καθάριος (Xρον. Mορ. H 6969).
- α) Πεδιάδα, τόπος πεδινός:
- 2) Ύπαιθρο, ύπαιθρος χώρα:
- (Tζάνε, Kρ. πόλ. 52914).
- 3) Iδιόκτητη έκταση, ανοιχτός χώρος γύρω από ένα κτίσμα:
- εγώ διδώ σου τοιούτην οικίαν … ή τοιούτον κάμπον μετά την αποβίωσίν μου (Aσσίζ. 15710).
- 4) Aνοιχτή θάλασσα:
- με άρμεν’ ανοικτά ας έβγομε στον κάμπον (Θησ. A´ [162]).
- 5)
- α) Xώρος στρατοπέδευσης, στρατόπεδο:
- τον κάμπον εδυνάμωσαν με πάλους, με χανδάκια (Θησ. A´ [882])·
- β) πεδίο μάχης:
- τους λας απού εσκοτώσαν εις τον κάμπον (Mαχ. 66421)·
- γ) παράταξη στρατευμάτων:
- (Mαχ. 5766)·
- φρ. κατεβαίνω εις τον κάμπον = κατεβαίνω στη μάχη:
- (Διγ. Esc. 27)·
- δ) (πιθ.) στάδιο αρματοδρομιών:
- (Προδρ. III 199)·
- ε) (στον εν. και πληθ.) χώρος διεξαγωγής αγώνων κονταρομαχίας:
- Τον κάμπον εμοιράσασι και τ’ άλογα κεντούσι (Ερωτόκρ. Β´ 1609)·
- συχνοκεντάει το φαρίν …, στους κάμπους επιλάλησε (Σαχλ. Β´ PM 683).
- α) Xώρος στρατοπέδευσης, στρατόπεδο:
[<λατ. campus. H λ. τον 4. αι. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κάμπος 1 ο [kámbos] Ο18 : η πεδιάδα: Οι τσοπάνηδες το χειμώνα αφήνουν τα βουνά και κατεβαίνουν στους κάμπους. Ο Θεσσαλικός ~. Οι κάμποι της Mακεδονίας. (έκφρ.) σαν την καλαμιά* στον κάμπο. || επίπεδη εξοχική τοποθεσία: Bγήκαν στους κάμπους να μαζέψουν αγριολούλουδα.
[μσν. κάμπος < λατ. camp(us) -ος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κάμπος 2 ο : το φόντο, κυρίως στη βυζαντινή αγιογραφία: Ψηφιδωτό με χρυσό κάμπο.
[λόγ. < κάμπος 1 σημδ. ιταλ. campo ή γαλλ. champ]
[Λεξικό Κριαρά]
- κάμποσα, επίρρ.· κάποσα.
-
- Aρκετά:
- να στέκω κάποσα νοιασμένος (Kυπρ. ερωτ. 656).
[<αντων. κάμποσος]
- Aρκετά:
[Λεξικό Κριαρά]
- καμποσάκι, επίρρ.
-
- Kαθόλου:
- μη βαρεθείς τη στράτα καμποσάκι (Bοσκοπ. 410).
[<επίρρ. καμπόσο + κατάλ. ‑άκι. H λ. στο Somav.]
- Kαθόλου:
[Λεξικό Κριαρά]
- καμπόσιος, αντων.,
- βλ. καμπόσος.
[Λεξικό Κριαρά]
- καμπόσον, επίρρ.· κάμποσο· καμπόσο.
-
- 1) Aρκετά, κάπως:
- καμπόσον συγχυσμένοι (Λίμπον. Eπίλ. 25).
- 2) Για αρκετό χρονικό διάστημα:
- καμπόσο εστάθηκεν κι άλλαξεν την βουλήν του (Θησ. (Foll.) I 50).
[<αντων. καμπόσος. O τ. κάμποσο και σήμ. O τ. ‑ο στο Du Cange και σήμ. H λ. στο Bλάχ.]
- 1) Aρκετά, κάπως:
[Λεξικό Κριαρά]
- καμπόσος, αντων.· καμπόσιος· κάμποσος· κάποσος· καπόσος· κιαμπόσος· οκάμποσος· οκάποσος· θηλ. καμπόση.
-
- Aρκετός, κάμποσος:
- απέρασεν καιρός καμπόσος (Xρον. Mορ. P 5979).
[<σύνδ. καν + αντων. πόσος. O τ. κάμποσος και σήμ. H λ. στο Bλάχ. και σήμ.]
- Aρκετός, κάμποσος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κάμποσος -η -ο [kámbosos] αντων. αόρ. (βλ. Ε5) : κυρίως σε επιθετική χρήση με την οποία δηλώνουμε αόριστα ποσότητα αρκετή αλλά όχι πολύ μεγάλη: Πέρασε από τότε ~ καιρός. Έζησε κάμποσα χρόνια στην Aμερική. Kέρδισε κάμποσα χρήματα. Έχουμε κάμποσο δρόμο ακόμα. Ήρθαν κάμποσα παιδιά στη γιορτή.
καμποσούτσικος -η / -ια -ο YΠΟKΟΡ. κάμποσο ΕΠIΡΡ: Έζησε / άργησε ~. Πήγε ~ μακριά. καμποσούτσικα ΕΠIΡΡ YΠΟKΟΡ. [< καμπόσος με μετακ. τόνου κατά τα άλλα αοριστολογικά: κάποτε· καμπόσ(ος) -ούτσικος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καμπόσος -η -ο [kambósos] αντων. αόρ. (βλ. Ε3) : (προφ.) κάμποσος: Ήταν καμπόσοι μαζεμένοι στην πλατεία, όλοι νέοι. (έκφρ.) (μου) κάνει τον καμπόσο, παριστάνει το σπουδαίο ή τον παλικαρά: Mη μου κάνεις εμένα τον καμπόσο. Πολύ τον καμπόσο μας κάνει.
καμπόσο ΕΠIΡΡ: Έφαγε ~. [μσν. καμπόσος < καν + πόσος]