Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κάμπιγκ το [kámpiŋg] Ο (άκλ.) : 1. τρόπος παραθερισμού σε σκηνή ή σε τροχόσπιτο: Kάναμε ~ στην παραλία / στο βουνό. 2. υπαίθριος χώρος, συνήθ. με μόνιμες εγκαταστάσεις υγιεινής, όπου κατασκηνώνουν παραθεριστές: Λειτουργεί ~ στις ακτές του Θερμαϊκού.
[λόγ. < αγγλ. camping]