Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κάμερα η,
- βλ. κάμαρα.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κάμερα 1 η [kámera] Ο27α : μηχανή λήψεως τηλεοπτικών, κινηματογραφικών ή φωτογραφικών εικόνων: Οι τηλεοπτικές κάμερες αποτυπώνουν τα γεγονότα της επικαιρότητας. || για να δηλώσουμε τη δημοσιότητα που δίνει η τηλεόραση και ο κινηματογράφος: Nα σταθούν μπροστά στις κάμερες και να συζητήσουν ανοιχτά το θέμα.
[αντδ. < αγγλ. camera (στη νέα σημ.) < υστλατ. camera (δες στο κάμαρα)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κάμερα 2 η : (λαϊκότρ.) κάμαρα.
[μσν. κάμερα αντδ. < λατ. camera, camara ( [ká-] ) < αρχ. καμάρα `θολωτό δωμάτιο΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καμεραμάν ο [kámeramán] Ο (άκλ.) : τεχνικός κινηματογράφου ή τηλεόρασης, χειριστής κάμερας· εικονολήπτης, οπερατέρ. || διευθυντής φωτογραφίας.
[λόγ. < αγγλ. cameraman]