Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κάματος ο [kámatos] Ο20α : κόπωση που προκαλείται από υπερβολική εργασία: Ο εργάτης ξεκουράζεται ύστερα από τον κάματο της ημέρας. || Ψυχικός ~, η κάμψη της ψυχικής αντοχής ύστερα από συνεχείς δυσκολίες και θλίψεις.
[λόγ. < αρχ. κάματος]
[Λεξικό Κριαρά]
- κάματος ο.
-
- 1) Kόπος, μόχθος, προσπάθεια:
- (Pιμ. Bελ. Λ 726).
- 2) Κούραση, εξάντληση:
- υπό καμάτου πολλού συντριβείς (Iερακοσ. 45319).
- 3) Τόκος από δανεισμό χρημάτων:
- (Πεντ. Έξ. XXII 24).
- 4) Εργασία:
- να αναμελά τον κάματον και τους χορούς να θέλει (Nτελλαπ., Eρωτήμ. 1656).
- 5) Μισθός:
- Της δούλης οι κάματοι (Nομοκριτ. 95).
[αρχ. ουσ. κάματος. H λ. και σήμ.]
- 1) Kόπος, μόχθος, προσπάθεια: