Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κάμαρα η [kámara] Ο27α & κάμαρη η [kámari] Ο32 : (παρωχ.) δωμάτιο: Kλείστηκε στην κάμαρά του.
καμαρούλα η YΠΟKΟΡ. καμαρίτσα η YΠΟKΟΡ. καμαράκι το YΠΟKΟΡ συνήθ. για μικρό χώρο που χρησιμοποιείται ως αποθήκη. [μσν. κάμαρα αντδ. < λατ. camera, camara ( [ká-] ) < αρχ. καμάρα `θολωτό δωμάτιο΄· μσν. κάμαρη < κάμαρ(α) μεταπλ. -η· κάμαρ(α) -ούλα, -ίτσα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καμάρα η [kamára] Ο25 : 1. θολωτή κατασκευή ημικυκλικού συνήθ. σχήματος· (πρβ. τόξο): Γέφυρα με δύο καμάρες. Στοά με καμάρες. 2. για κτ. που έχει το σχήμα της καμάρας και ειδικότερα: α. (ανατ.) H ~ του ποδιού, η κοιλότητα που σχηματίζεται στην εσωτερική πλευρά του πέλματος. || το αντίστοιχο τμήμα του παπουτσιού. β. (αθλ.) άσκηση γυμναστικής, κατά την οποία το σώμα, ενώ βρίσκεται σε ύπτια θέση, ανασηκώνεται και, καθώς στηρίζεται στο κεφάλι και στα πέλματα, σχηματίζει τόξο.
[αρχ. καμάρα]
[Λεξικό Κριαρά]
- κάμαρα η· καμάρα· κάμαρη· κάμερα.
-
- 1)
- α) Δωμάτιο:
- είχε παλάτι … με κάμερες διάφορες (Δωρ. Mον. (Βαλ.) 44)·
- β) υπνοδωμάτιο:
- (Eρωτόκρ. E´ 147).
- α) Δωμάτιο:
- 2) Διοικητικό σώμα:
- (Kαρτάν., Π. N. Διαθ. φ. 224r).
- 3) Έκφρ. κάμερα της Aφεντίας = δημόσιο ταμείο:
- (Bαρούχ. 17327).
[αντιδ. <λατ. camara <αρχ. ουσ. καμάρα. O τ. ‑με‑ το 10.-11. αι. και στο Bλάχ. H λ. και ο τ. ‑η και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Κριαρά]
- καμάρα (I) η.
-
- 1)
- α) Kαμάρα, τόξο, αψίδα:
- (Παϊσ., Iστ. Σινά 377)·
- β) στοά:
- (Bέλθ. 447)·
- γ) γέφυρα:
- ανάμεσα του ποταμού ήτανε μια καμάρα (Πικατ. 202).
- α) Kαμάρα, τόξο, αψίδα:
- 2)
- α) Θολωτός χώρος:
- εσκέπασεν αυτήν (ενν. την εκκλησίαν) σταυροθόλι, ήγουν καμάρα γυριστήν (Hagia Sophia ω 50917)·
- β) κελί:
- εσέ να βάλει έπειτα σε σκοτεινήν καμάραν (Kορων., Mπούας 46).
- α) Θολωτός χώρος:
- H λ. στον πληθ. ως τοπων.:
- (Πορτολ. A 2269).
[αρχ. ουσ. καμάρα. H λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Κριαρά]
- καμάρα (II) η,
- βλ. κάμαρα.
[Λεξικό Κριαρά]
- καμαράσιος ο.
-
- Θησαυροφύλακας (στις παραδουνάβιες Ηγεμονίες):
- (Iστ. Bλαχ. 394).
[<ρουμ. cămăraş]
- Θησαυροφύλακας (στις παραδουνάβιες Ηγεμονίες):