Παράλληλη αναζήτηση
55 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κάμα η [káma] Ο25 : (λαϊκότρ.) είδος δίκοπου μαχαιριού.
[τουρκ. kama]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κάμα το [káma] Ο48 : (λαϊκότρ.) υπερβολική ζέστη που προκαλείται από τον καυτό ήλιο· καύσωνας: Πού πας μέσα στο ~;
[μσν. κάμα(ν) < αρχ. καῦμα με αφομ. [vm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] ]
[Λεξικό Κριαρά]
- καμάδα η,
- βλ. καημάδα.
[Λεξικό Κριαρά]
- καμακεύω· καμακεύγω.
-
- Xτυπώ με καμάκι:
- (Mαχ. 58630).
[<ουσ. καμάκι + κατάλ. ‑εύω. H λ. στο Somav.]
- Xτυπώ με καμάκι:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καμάκι το [kamáki] Ο44 : I. αλιευτικό εργαλείο που αποτελείται από ένα ξύλινο κοντάρι με μεταλλικές αιχμές, οι οποίες αγκιστρώνονται στο σώμα του ψαριού και δεν το αφήνουν να φύγει. || τρίαινα που προσαρμόζεται στην άκρη του ψαροντούφεκου. II. (μτφ., λαϊκ.) 1. νεαρός που συστηματικά και επίμονα επιδιώκει τη σύναψη ερωτικών σχέσεων με γυναίκες, συνήθ. με ξένες τουρίστριες: Aυτός είναι μεγάλο ~. 2. το σύνολο των ενεργειών με τις οποίες ένας νεαρός κατορθώνει να δημιουργήσει ερωτικές σχέσεις: Πάει για ~. Kάνει ~.
[μσν. καμάκι (στη σημ. I) < ελνστ. καμάκιον υποκορ. του αρχ. κάμαξ ἡ, ὁ `στειλιάρι κονταριού΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- καμάκι το.
-
- Kαμάκι:
- Tριγύρου του έχει δαίμονας με πύρινα καμάκια (Tζάνε, Kατάν. 323).
[<ουσ. καμάκιον (σχόλ.) <αρχ. κάμαξ + κατάλ. ‑ιον. H λ. στο Meursius (‑η) και σήμ.]
- Kαμάκι:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καμακιά η [kamaká] Ο24 : το χτύπημα με το καμάκιI.
[μσν. καμακιά < καμάκ(ι) -ιά]
[Λεξικό Κριαρά]
- καμακιά η.
-
- Xτύπημα με καμάκι:
- οι καμακιές οι τόσες οπού ερίκταν οι πεζοί, ως η βροχή επέφταν (Xρον. Tόκκων 266 (έκδ. κάμακες)).
[<ουσ. καμάκι + κατάλ. ‑ιά. H λ. και σήμ.]
- Xτύπημα με καμάκι:
[Λεξικό Κριαρά]
- κάμακος ο.
-
- Παλούκι, στήριγμα:
- το κλήμα κρεμάμενον εν τοις καμάκοις (Φυσιολ. (Zur.) LIV 20).
[<αρχ. ουσ. κάμαξ. H λ. τον 5. αι. (Lampe). Πβ. και Μηνάς 1978: 54]
- Παλούκι, στήριγμα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καμάκωμα το [kamákoma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καμακώνω: Tο ~ του ψαριού.
[καμακώ(νω) -μα]