Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κάλλη η.
-
- Kάλλος:
- έχει μεγίστην κάλλην και ανδρείαν περισσοτέραν (Διγ. Esc. 1333).
[πιθ. <πληθ. κάλλη του ουσ. κάλλος με μεταπλ. Πβ. τσακων. κάλλι το (Andr., λ. ‑ος)]
- Kάλλος: