Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κάλεσμα το [kálezma] Ο49 : 1. πρόσκληση σε κάποια εορταστική συνήθ. συνάθροιση, π.χ. σε γάμο, δεξίωση κτλ. 2. πρόσκληση που απευθύνεται σε κπ. για να συμμετάσχει σε μια κοινή εκδήλωση ή προσπάθεια: Στο ~ της πατρίδας απάντησαν με ενθουσιασμό όλοι οι Έλληνες.
[μσν. κάλεσμα < καλεσ- (καλώ) -μα]
[Λεξικό Κριαρά]
- κάλεσμα το· κάλεσμαν.
-
- 1) Πρόσκληση:
- εις το κάλεσμα ήρθα κι εγώ του Pήγα (Eρωτόκρ. B´ 1661).
- 2)
- α) (Mεταφ.) συμπόσιο:
- εποίκεν έναν μέγαν κάλεσμαν εις την αρχιεπισκοπήν, με πάσα απλαζίριν (Bουστρ. 429)·
- β) προσφορά:
- το κάλεσμα της τράπεζος έτρωγε με τους άλλους (Σκλέντζα, Ποιήμ. 1115).
- α) (Mεταφ.) συμπόσιο:
[<αόρ. του καλώ + κατάλ. ‑μα. H λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- 1) Πρόσκληση: