Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κάλαμος ο [kálamos] Ο19 : (λόγ.) 1α. καλάμι. β. (βοτ.) κάθε κοίλος βλαστός. γ. (ζωολ.) το κατώτερο, κοίλο και διαφανές τμήμα των φτερών. 2. η συγγραφική τέχνη· γραφίδα: Εικόνες της παλιάς Aθήνας, όπως τις κατέγραψε ο ~ γνωστών χρονογράφων.
[λόγ.: 1: αρχ. κάλαμος (στις σημ. α, β)· 2: σημδ. γαλλ. plume)]
[Λεξικό Κριαρά]
- κάλαμος ο.
-
- Kαλάμι·
- (περιληπτ.) καλαμιώνας:
- ήτον ο κάλαμος δασύς (Διγ. Esc. 1717).
- (περιληπτ.) καλαμιώνας:
[αρχ. ουσ. κάλαμος. H λ. και σήμ. ως τοπων.]
- Kαλάμι·