Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάκωση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κάκωση η [kákosi] Ο33 : σωματική βλάβη που προκαλείται με βίαιο τρόπο ή με απότομες κινήσεις· τραυματισμός, συνήθ. ελαφρός: Tο θύμα έφερε κακώσεις σε όλο το σώμα. Kακώσεις που συμβαίνουν κατά τη διάρκεια του τοκετού. Kρανιοεγκεφαλικές κακώσεις.

[λόγ. < αρχ. κάκω(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες