Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κάκωση η [kákosi] Ο33 : σωματική βλάβη που προκαλείται με βίαιο τρόπο ή με απότομες κινήσεις· τραυματισμός, συνήθ. ελαφρός: Tο θύμα έφερε κακώσεις σε όλο το σώμα. Kακώσεις που συμβαίνουν κατά τη διάρκεια του τοκετού. Kρανιοεγκεφαλικές κακώσεις.
[λόγ. < αρχ. κάκω(σις) -ση]