Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κάκτος ο [káktos] Ο18 : είδος φυτού που ανήκει στα κακτοειδή: Kαλλωπιστικός ~. Οι κάκτοι αναπτύσσονται συχνά σε μεγάλο ύψος. || γενική ονομασία κακτοειδών φυτών.
κακτάκι το YΠΟKΟΡ: Tου αγόρασα ένα ~ για τη γιορτή του. [λόγ. < νλατ. cactus (στη νέα σημ.) < λατ. cactus < αρχ. κάκτος `αγκαθωτή αγκινάρα΄]