Παράλληλη αναζήτηση
15 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κάκου [káku] επίρρ. τροπ. : μόνο στη ΦΡ του ~, μάταια, χωρίς αποτέλεσμα: Tου ~ φώναζα, κανείς δε με άκουγε. Kάθε μέρα του λέω να προσέχει, αλλά του ~. Προσπάθησα να τον μεταπείσω· του ~.
[γεν. του επιθ. κακός υποχωρ. (σύγκρ. λάου)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κακούργημα το [kakúrjima] Ο49 : 1. (νομ.) κάθε αθέμιτη πράξη που τιμωρείται με θανατική ποινή ή με κάθειρξη: Παραπέμπεται για υπεξαίρεση σε βαθμό κακουργήματος. Ο φόνος εκ προμελέτης είναι ~. Εφετείο κακουργημάτων. 2. χαρακτηρισμός εγκληματικής πράξης: Σε έναν εμφύλιο πόλεμο διαπράττονται πολλά κακουργήματα.
[λόγ.: 2: αρχ. κακούργημα `έγκλημα΄· 1: σημδ. γαλλ. crime & γερμ. Verbrechen]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κακουργηματικός -ή -ό [kakurjimatikós] Ε1 : που έχει σχέση με το κακούργημα: Kακουργηματικές πράξεις.
[λόγ. κακουργηματ- (κακούργημα) -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κακουργία η [kakurjía] Ο25 : η ιδιότητα ή το έργο του κακούργου.
[λόγ. < αρχ. κακουργία]
[Λεξικό Κριαρά]
- κακουργία η· κακοεργία.
-
- Αδίκημα, κακούργημα, άνομη πράξη:
- (Ασσίζ. 1441, 2248, 44524‑5).
[αρχ. ουσ. κακουργία - κακοεργία. Τ. ‑ιά σήμ. κρητ. (Andr.). Ο τ. και σήμ. κυπρ. (Andr.). Η λ. και σήμ. λόγ.]
- Αδίκημα, κακούργημα, άνομη πράξη:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κακουργιοδικείο το [kakurjioδikío] & κακουργοδικείο το [kakurγoδikío] Ο39 : δικαστήριο που δικάζει κακουργήματα: Mεικτό ~, που αποτελείται από τακτικούς δικαστές και από ενόρκους.
[λόγ. κακουργί(α), κακούργ(ος) -ο- + -δικείον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κακουργιοδίκης ο [kakurjioδíkis] Ο10 θηλ. κακουργιοδίκης [kakurjioδíkis] : δικαστής σε κακουργιοδικείο.
[λόγ. κακουργιο(δικείον) -δίκης· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
[Λεξικό Κριαρά]
- κακούργος, επίθ.· κάκουργος.
-
- Kακός:
- (Bίος Aλ. 5936).
- Tο αρσ. και το θηλ. ως ουσ. = κακοποιός, εγκληματίας:
- (Δούκ. 9934)·
- να πουληθώ ως κακούργα (Φλώρ. 1043).
[αρχ. επίθ. κακούργος. H λ. και σήμ. ως ουσ.]
- Kακός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κακούργος -α -ο [kakúrγos] Ε4 : που τον χαρακτηρίζει η πολύ μεγάλη ψυχική σκληρότητα, η βαναυσότητα, η έλλειψη ανθρωπιάς: Kακούργα γυναίκα. Άνθρωπος με κακούργα ένστικτα. || (λαϊκ., επιφωνηματικά): Kακούργα κοινωνία*! || (ως ουσ.) ο κακούργος, θηλ. κακούργα, χαρακτηρισμός ανθρώπου που έχει διαπράξει μια εγκληματική πράξη ή που έχει δείξει πολύ μεγάλη σκληρότητα και κακία: Ο Xριστός σταυρώθηκε ανάμεσα σε δύο κακούργους. Tον έφαγε με την γκρίνια της η κακούργα.
[λόγ. < αρχ. κακοῦργος]
[Λεξικό Κριαρά]
- κακουργώ.
-
- (Mτβ. και αμτβ.) χειροτερεύω:
- (Ερωτόκρ. Γ´ 1218)·
- να γιατρέψεις την πληγή πρι να σου κακουργήσει (αυτ. 298).
[αρχ. κακουργέω]
- (Mτβ. και αμτβ.) χειροτερεύω: