Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κάκιωμα το [kákoma] Ο49 : (οικ.) θυμός, οργή για κτ., συνήθ. στον πληθ., δυσαρέσκειες μεταξύ ανθρώπων, που καταλήγουν σε ψυχρότητα.
[κακιώ(νω) -μα]