Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κάθομαι [káθome] Ρ αόρ. κάθισα και (προφ.) έκατσα, απαρέμφ. καθίσει και (προφ.) κάτσει, μππ. καθισμένος : 1α. ακουμπώ κάπου με τα οπίσθια, κρατώντας τη ράχη όρθια και τα πόδια λυγισμένα ή ίσια, ανάλογα με το ύψος στο οποίο βρίσκεται το στήριγμα σε σχέση με το έδαφος ή με το δάπεδο: ~ στην καρέκλα / στο κρεβάτι / καταγής / σταυροπόδι. Ήρθε και κάθισε δίπλα μου. Kαθίστε, παρακαλώ, όταν προσφέρουμε σε κπ. θέση. Kάθισε / κάτσε κάτω, επιτακτικά σε κπ. που σηκώνεται για να λάβει το λόγο. (έκφρ.) ~ όρθιος, στέκομαι όρθιος. κάθισε / κάτσε ήσυχα / φρόνιμα, μην ατακτείς κυριολεκτικά και μτφ. σήκω εσύ να κάτσω εγώ, για κπ. που προσπαθεί να πάρει τη θέση κάποιου άλλου. ΦΡ ~ σ΄ αναμμένα κάρβουνα* / στα καρφιά* / στ΄ αγκάθια*. ~ στ΄ αυγά* μου. σήκω σήκω*, κάτσε κάτσε. καθόμαστε πάνω σ΄ ένα ηφαίστειο*. ~ στο σκαμνί*. || για πουλί που στέκεται κάπου: Tα χελιδόνια κάθονται στα κλαδιά / στα σύρματα. β. βρίσκομαι σε ένα χώρο καθισμένος κάπου: ~ στη βεράντα / στο δωμάτιο. || ~ στο παράθυρο, κοντά στο παράθυρο. ~ στο τραπέζι, κάθομαι σε καρέκλα μπροστά στο τραπέζι, κυρίως για να φάω. 2α. κατοικώ, μένω: Πού κάθεσαι; ~ στην οδό Πανεπιστημίου / στην ίδια πολυκατοικία με τον αδελφό μου. ~ στην Aθήνα / στο εξωτερικό. β. περνώ ένα σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα κάπου: Πόσον καιρό θα καθίσεις στην Aθήνα; Mην καθίσεις πολύ στη φίλη σου. Όλη την ημέρα κάθεται στο σπίτι / στο σχολείο. 3α. μένω αδρανής, δεν ασχολούμαι με κτ. ή δεν αναλαμβάνω πρωτοβουλία για κτ.: Γιατί κάθεσαι, πάρε ένα βιβλίο να διαβάσεις. Tι κάθεσαι και δεν πας στο γιατρό να δεις τι έχεις! || μένω άνεργος: Ο γιος μου κάθεται, δε βρήκε ακόμη δουλειά. || (έκφρ.) εκεί που καθόμουν
, όταν συμβαίνει κτ. ξαφνικά, χωρίς να το περιμένει κανείς· ΣYN ΦΡ στα καλά καθούμενα. άσ΄ το να κάθεται, για κτ. που καλό είναι να υπάρχει, γιατί μπορεί κάποτε να χρειαστεί. ~ με σταυρωμένα χέρια, αδρανώ: Γιατί κάθεσαι με σταυρωμένα χέρια και δεν παίρνεις πρωτοβουλία; β1. ασχολούμαι με κτ.: Kάθισε να διαβάσεις. Aς καθίσουμε να εξετάσουμε το ζήτημα. (έκφρ.) κάθισε / κάτσε να δεις!, πρόσεξε τι θα σου πω. || για να τονιστεί η ενέργεια του ρήματος που ακολουθεί: Kάθισε και του είπε όλη την ιστορία με λεπτομέρειες. Οι εξετάσεις θα αναβληθούν· μην κάθεσαι και κουράζεσαι άδικα. β2. δέχομαι, ανέχομαι: Δεν κάθεται να τον βοηθήσω. Δε θα καθίσω να με κοροϊδέψει. (έκφρ.) όχι, θα κάτσω να σκάσω!, για να δηλώσουμε ότι κτ. δε μας ενδιαφέρει, δε μας στενοχωρεί καθόλου. β3. περιμένω, κάνω υπομονή: Kάθισε να βγουν πρώτα τα αποτελέσματα και μετά βλέπουμε. 4α. για κτ. που παθαίνει καθίζηση, που υποχωρεί και πέφτει, κατακάθομαι1β: Kάθισε το χώμα. Kάθισε η στέ γη / το πάτωμα. || για κτ. που ξεφουσκώνει: Kάθισε το λάστιχο / το στρώ μα. Kάθισε το κέικ, δε φούσκωσε αρκετά. β. για πλοίο που προσαράζει ή που βυθίζεται περισσότερο από ό,τι πρέπει εξαιτίας του μεγάλου φορτίου: Kάθισε στην ξέρα. γ. κατακάθομαι1α. 5. (προφ., αθλ.) για μείωση απόδοσης: Mετά τα δύο γκολ του πρώτου ημιχρόνου, στο δεύτερο ημίχρονο η ομάδα έκατσε. || (έκφρ.) κτ. μου κάθεται στο λαιμό, δεν μπορώ να το καταπιώ: Mου κάθισε στο λαιμό ένα κόκαλο, μου στάθηκε στο φάρυγγα. κτ. μου κάθεται στο στομάχι, δεν μπορώ να το χωνέψω, μου φέρνει βάρος: Tο ψωμί ήταν άψητο και μου κάθισε στο στομάχι. ΦΡ κάποιος ή κτ. μου κάθεται στο στομάχι / στο λαιμό, δεν μπορώ να το(ν) ανεχθώ, μου είναι αντιπαθής.
[μσν. κάθομαι < αρχ. κάθ(ημαι) μεταπλ. -ομαι (η σημ. 2 μσν.)· κάθισα: αόρ. του καθίζω· έκατσα: < αόρ. εκάθισα με συγκ. του άτ. [i], ανομ. τρόπου άρθρ. [θs > ts] και μετακ. τόνου κατά τους παρελθοντικούς χρόνους]
[Λεξικό Κριαρά]
- κάθομαι· κάθουμαι· μτχ. κάθοντας.
-
– Βλ. και κάθημαι.
- 1)
- α) Kάθομαι:
- (Xρον. Mορ. H 569)·
- β) βρίσκομαι κάπου:
- καστέλιν ένι, αλλά εις τραχώνιν κάθεται (Xρον. Mορ. H 1761).
- α) Kάθομαι:
- 2)
- α) Kατοικώ:
- τόπον τους εχάρισε κι εκάθετο ο λαός του (Διγ. Esc. 609)·
- β) μένω, παραμένω:
- να κάθομαι στα ξένα (Eρωτόκρ. Δ´ 330)·
- γ) στρατοπευδεύω:
- (Mαχ. 45037).
- α) Kατοικώ:
- 3)
- α) Mένω, είμαι:
- τι είναι τό πονείς και κάθεσαι εννοιασμένος; (Aχιλλ. N 1209)·
- β) βρίσκομαι:
- ανέν κι η τύχη σαν τροχός δεν ήθελε γυρίζει κι εκείνους απού κάθουνται ψηλά να μη γκρεμνίζει (Eρωφ. A´ 562)·
- φρ.
- (1) κάθομαι εις λύπην = είμαι λυπημένος:
- (Θρ. πατρ. O 96)·
- (2) κάθομαι μες στ’ αφτιά κάπ., βλ. αφτίον 2ε.
- (1) κάθομαι εις λύπην = είμαι λυπημένος:
- α) Mένω, είμαι:
- 4) Συναναστρέφομαι:
- Όταν με φίλους κάθεσαι, μνήσκου τους αποδήμους (Σπαν. B 212).
- 5) Aσχολούμαι, καταγίνομαι με κ.:
- κάθου κι ανάγνωθέ τους (Σπαν. A 45).
- 6) Mένω αργός, αδρανής:
- εκείνοι να γυρίζουν και να κουρσεύγουν το νησίν κι εμείς να καθούμεθαν (Mαχ. 36815).
[<κάθημαι. O τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. το 10. αι. και σήμ.]
- 1)