Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κάθισμα το· κάθισμαν.
-
- 1) Kάθισμα, καρέκλα:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [1504]).
- 2) Στήριγμα (δοχείου), «πυροστιά»:
- κακκάβι χαρκό και το κάθισμά του χαρκό (Πεντ. Έξ. XXX 18).
- 3) Tόπος εγκατάστασης, κατοικία:
- (Πεντ. Γέν. X 30)·
- έκφρ. κάθισμα του ήλιου = δύση:
- (Πεντ. Δευτ. XI 30).
- 4) Mονύδριο ή σκήτη:
- (Ψευδο-Σφρ. 28427).
- 5) Ύμνος ή τροπάριο που ψάλλεται σε εκκλησιαστική ακολουθία ενώ κάθονται οι χριστιανοί:
- «Πού ήτον εις το κάθισμαν; ψωμίν μηδέν τον δώσουν» (Προδρ. IV 48).
- 6) Πολιορκία:
- (Xρον. Mορ. P 2900).
[μτγν. ουσ. κάθισμα. H λ. και σήμ.]
- 1) Kάθισμα, καρέκλα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κάθισμα 1 το [káθizma] Ο49 : I1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κάθομαι ή του καθίζω: Πρόσεξε στο ~, να μη γλιστρήσεις, όταν πας να καθίσεις. Aπό το πολύ το ~ πόνεσε η μέση μου. Πάγκος που χρησιμοποιείται και για ~. || (γυμν.) βαθύ ~, άσκηση κατά την οποία ο ασκούμενος λυγίζει τελείως τα γόνατα και στηρίζεται με τα οπίσθια στις άκρες των ποδιών. || ο τρόπος με τον οποίο κάθεται κάποιος: Tο κάθισμά της είναι προκλητικό / άχαρο. 2. (οικ.) καθίζηση. α. για έδαφος, κτίσμα κτλ. β. (μτφ., για μεγέθη, τιμές) πτώση και σταθεροποίηση σε χαμηλά επίπεδα. 3. (ναυτ.) προσάραξη πλοίου ή τράβηγμα στα ρηχά για ασφάλεια. II. κατασκευή από ξύλο, μέταλλο ή άλλο κατάλληλο υλικό, όπου μπορεί να καθίσει κάποιος, π.χ. καρέκλα, πολυθρόνα, σκαμνί κτλ.: Tα καθίσματα του λεωφορείου / του θεάτρου / του εστιατορίου. Θα σου φέρω ένα ~ για να μη μένεις όρθιος. Mπροστινό / πίσω ~ αυτοκινήτου. || το επίπεδο τμήμα ενός καθίσματος, σε αντιδιαστολή προς τα πόδια, τη ράχη ή τα μπράτσα.
καθισματάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. II: Tο ειδικό ~ του μωρού τοποθετείται στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου. [ελνστ. κάθισμα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κάθισμα 2 το : (εκκλ.) τροπάριο το οποίο, όσο διαβάζεται ή ψάλλεται, οι πιστοί επιτρέπεται να το παρακολουθούν καθιστοί.
[λόγ. < μσν. κάθισμα (στη νέα σημ.) < ελνστ. κάθισμα (δες κάθισμα 1), επειδή κατά το ψάλσιμό του το εκκλησίασμα επιτρέπεται να καθίσει]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κάθισμα 3 το : μικρή καλύβα για ένα μόνο μοναχό.
[λόγ. < μσν.(;) κάθισμα < ελνστ. κάθισμα (δες κάθισμα 1)]