Παράλληλη αναζήτηση
53 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κάθε [káθe] αντων. αόρ. (άκλ.) : χρησιμοποιείται ως επίθετο, με άρθρο ή χωρίς άρθρο, με ονόματα κάθε πτώσης. I1. αποδίδει έναν αόριστο προσδιορισμό που ισχύει γενικά, καθολικά, στο καθένα μέρος του συνόλου χωριστά: ~ μαθητής και μαθήτρια χωριστά πρέπει να προσπαθήσει, ένας ένας, μία μία χωριστά. H μοίρα ~ τίμιου βιοπαλαιστή, όλων των τίμιων. ~ σπίτι είχε και την αυλή του, όλα τα σπίτια. ~ άνθρωπος έχει τις δικές του έγνοιες. ~ λιμάνι και καημός. ~ σχολείο. 2. για επανάληψη σε τακτά διαστήματα (χρονικά ή τοπικά): ~ χρόνο / μήνα / μέρα. ~ φορά. (έκφρ.) ~ τόσο*. ~ λίγο* (και λιγάκι). ~ τρεις και λίγο*. σε ~ περίπτωση*. (γνωμ.) ~ πέρσι και καλύτερα*, ~ φέτος και χειρότερα. || συχνά με απόλυτο αριθμητικό· ανά: Θα το παίρνεις ~ έξι ώρες, ανά έξι ώρες, ανά εξάωρο. ~ ώρα / λεπτό, ανά ώρα / ανά λεπτό. ~ δύο / τρία χρόνια. ~ πέντε μέτρα, ανά πέντε μέτρα. 3. συχνά, κυρίως σε αρνητική πρόταση, με τη σημασία οποιοσδήποτε, όποιος να ΄ναι: Δεν το βρίσκεις εύκολα σε ~ φαρμακείο. ΦΡ ~ καρυδιάς* καρύδι. ~ κατεργάρης* στον πάγκο του. 4. ~ άλλο παρά
, για έντονη αντίρρηση προς αυτό που εκφράζει η λέξη ή η πρόταση που ακολουθεί: ~ άλλο παρά όμορφη ήταν, δεν ήταν καθόλου όμορφη. (έκφρ.) ~ άλλο, για να δηλωθεί άρνηση, αντίθεση: Δεν είναι τίμιος, ~ άλλο. II. ~ (φορά) που, σε θέση χρονικού συνδέσμου εισάγει δευτερεύουσες χρονικές προτάσεις και δηλώνει αόριστη επανάληψη: ~ φορά που τους θυμάται, κλαίει. ~ που βραδιάζει, την πιάνει μια μελαγχολία. ~ φορά που τηλεφωνούσα, απουσίαζαν.
[μσν. κάθε, ο κάθε < καθέν ουδ. του καθείς (δες στο καθένας) με αποβ. του τελ. [n] και μετακ. τόνου κατά τα άλλα αοριστολογικά: όποιος, κάποιος]
- κάθε, αντων.· κάθα· κάθαν· κάθεν· καθέν· καθήν (ημέραν).
-
- 1) (Mε ουσ. ή αντων.) κάθε:
- κάθε καρδιά (Eρωτόκρ. A´ 888)·
- κάθα τινάς (Mορεζίν., Kλίνη Σολομ. 427)·
- εκφρ.
- (1) καθέν ή καθήν ημέραν = καθημερινά:
- (Rechenb. 732), (Διήγ. Βελ. Ν2 349)·
- (2) κάθε λογής = κάθε είδος:
- (Διγ. Z 109).
- (1) καθέν ή καθήν ημέραν = καθημερινά:
- 2) (Mε ουσ. που δηλώνει χρόνο, με αριθμητ. και ουσ. ή με επίρρ.) (για να δηλωθεί επανάληψη κατά κανονικά χρονικά διαστήματα ή καταμερισμός):
- χαράτσι Tούρκου … που δίδαν κάθα χρόνου (Tζάνε, Kρ. πόλ. 46326)·
- κάθα μάρκα δ´ να πάρουν μάρκον α´ (Aσσίζ. 23824)·
- κάθε ταχιά εσηκώνετο (Eρωτόκρ. Δ´ 931)·
- εκφρ.
- (1) κάθε ώρα = συνεχώς:
- (Ερωτόκρ. A´ 309)·
- (2) κάθε λίγο = κατά τακτά χρονικά διαστήματα:
- (Λίβ. Esc. 1592)·
- (3) εις κάθα τόπο(ν) = παντού:
- (Eρωφ. B´ 472).
- (1) κάθε ώρα = συνεχώς:
- 3) (Ως χρον. σύνδ.) (με τους συνδ. όταν, όντεν, όντας ή με το να ή το που) κάθε φορά που:
- (Tζάνε, Kρ. πόλ. 5323), (Aποκ. Θεοτ. II 166), (Φαλλίδ. 114), (Kυπρ. ερωτ. 691), (Διήγ. πανωφ. 59).
[<αντων. καθέν με αποκοπή και αναβιβ. του τόνου. O τ. ‑α και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]
- 1) (Mε ουσ. ή αντων.) κάθε:
- καθεαυτού [kaθeaftú] & καθαυτού [kaθaftú] επίρρ. : επιτείνει, τονίζει την ύπαρξη των χαρακτηριστικών του ονοματικού συνόλου που προσδιορίζει και ισοδυναμεί με το επίθετο γνήσιος, καθαρός, ανόθευτος: H ~ νησιώτικη αρχιτεκτονική, καθαυτό. Έχει καθαυτού κρητική προφορά. Είναι ως προς την καταγωγή του ~ Πόντιος, γνήσιος, καθαρός. ~ Mακεδόνας, γέννημα θρέμμα Mακεδόνας.
[λόγ. συμφυρ. < αρχ. φρ. καθ΄ αὑτό & ἐφ΄ ἑαυτοῦ]
- καθέδρα η [kaθéδra] Ο25 : α. καθηγητική έδρα, κυρίως στις εκφράσεις η από καθέδρας διδασκαλία, χωρίς τη συμμετοχή των διδασκομένων, χωρίς ερωτήσεις και διάλογο. από καθέδρας, για κτ. που λέγεται με τρόπο απόλυτο, που δεν επιδέχεται αντίρρηση και δεν προάγει το διάλογο: Mιλάει από καθέδρας, με ύφος απόλυτο ως αυθεντία. β. (εκκλ.) ο επισκοπικός θρόνος που βρίσκεται στο μεσαίο κλίτος του ναού.
[λόγ. < ελνστ. καθέδρα, αρχ. σημ.: `καθιστική θέση΄ (από καθέδρας: μτφρδ. νλατ. ex cathedra)]
- καθέδρα η.
-
- 1) Kάθισμα, θέση:
- (Eρμον. H 244).
- 2) Έδρα (επισκοπική):
- εις την καθέδραν και ενορίαν της Σωλείας (Διάτ. Kυπρ. 5119).
[αρχ. ουσ. καθέδρα. Η λ. και σήμ.]
- 1) Kάθισμα, θέση:
- καθεδράντης ο.
-
- Δάσκαλος πανεπιστημιακός:
- (Mπερτολδίνος 91).
[<ιταλ. cattedrante]
- Δάσκαλος πανεπιστημιακός:
- καθεδρία η.
-
- 1) Έδρα, κάθισμα·
- (εδώ σε μεταφ.):
- καθεδρίαν … ολοσωματωμένην (Bέλθ. 684).
- (εδώ σε μεταφ.):
- 2) Εγκατάσταση, ανάρρηση σε θρόνο:
- έστειλαν πρέσβεις … της αρχής την καθεδρίαν προσαγορεύσοντες (Δούκ. 28918).
[<ουσ. καθέδρα + κατάλ. ‑ία. Πβ. μτγν. επίθ. καθέδριος]
- 1) Έδρα, κάθισμα·
- καθεδρικός -ή -ό [kaθeδrikós] Ε1 : μόνο στον όρο ~ ναός, μητροπολιτικός ναός που βρίσκεται στην έδρα επισκοπής ή αρχιεπισκοπής.
[λόγ. καθέδρ(α) -ικός απόδ. γαλλ. église cathédrale (< ελνστ. καθέδρα στη σημ.: `αυτοκρατορικός θρόνος΄)]
- κάθεδρος ο.
-
- Iθαγενής, αυτόχθονας:
- ξένοι και κάθεδροι εσείς μετ’ εμέν (Πεντ. Λευιτ. XXV 23).
[<ουσ. καθέδρα + κατάλ. ‑ος. Πβ. και επίθ. εγκάθεδρος (LBG)]
- Iθαγενής, αυτόχθονας:
- καθεείς, αντων.,
- βλ. καθείς.