Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάθαρμα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κάθαρμα το [káθarma] Ο49 : υβριστικός χαρακτηρισμός ανθρώπου πάρα πολύ ανέντιμου ή ανήθικου: Aυτός είναι μεγάλο ~. Mε πρόδωσαν / με έκλεψαν τα καθάρματα. καθαρματάκι το YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < αρχ. κάθαρμα `μολυσμένο αντικείμενο που πετάγεται μετά τον καθαρμό, απόβλητος΄]

[Λεξικό Κριαρά]
κάθαρμα το.
  • 1) Ξέπλυμα, ακαθαρσία:
    • Λύματα, τα καθάρματα (Λεξ. II 141).
  • 2) (Υβριστ.) μηδαμινό, ευτελές πρόσωπο:
    • είσαι κάθαρμα, πομπή και γέλιον των ζώων (Διήγ. παιδ. 681).

[αρχ. ουσ. κάθαρμα. H λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες