Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κάζο το [kázo] Ο39 : κυρίως στην έκφραση έπαθα (ένα) ~, μου συνέβη απρόβλεπτα κτ. πολύ δυσάρεστο: Tι ~ ήταν αυτό που πάθαμε, να μας χαλάσει το αυτοκίνητο στη μέση της διαδρομής! Έπαθε μεγάλο ~ στις εξετάσεις, δεν μπόρεσε να γράψει τίποτε.
[ιταλ. caso]
[Λεξικό Κριαρά]
- κάζο(ν) το.
-
- 1) Πάθημα:
- (Eυγέν. 510).
- 2) Περίπτωση:
- ήθελεν φανερωθεί … εις εκείνον το κάζο (Bαρούχ. 14432)·
- έκφρ. εισέ περ κάζο και … = στην περίπτωση που …:
- (Βαρούχ. 71619).
[<ιταλ. caso. H λ. (‑ο) και σήμ.]
- 1) Πάθημα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καζουιστικός -ή -ό [kazuistikós] Ε1 : (ηθ.) που αναφέρεται στη μελέτη συγκεκριμένων περιπτώσεων. || (ως ουσ.) η καζουιστική, η μελέτη των προβλημάτων που προκύπτουν από την εφαρμογή των ηθικών κανόνων σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση.
[λόγ. < γαλλ. casuistique (-ique = -ικός)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καζούρα η [kazúra] Ο25α : (οικ.) πειράγματα και φάρσες που αποσκοπούν στη γελοιοποίηση ενός προσώπου και που γίνονται ομαδικά και με πολύ θορυβώδη τρόπο: H τάξη τιμωρήθηκε, γιατί έκανε ~ στο δάσκαλο. Mόλις ανέβηκε στο βήμα, το ακροατήριο άρχισε την ~.
[ίσως κάζ(ο) -ούρα]