Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κάδρο το [káδro] Ο39 : 1α.πλαίσιο όπου τοποθετείται μια φωτογραφία, ένας ζωγραφικός πίνακας κτλ.· κορνίζα: Ξύλινο / ασημένιο ~. β. η εικόνα μαζί με το πλαίσιο: Στους τοίχους είναι κρεμασμένα κάδρα· (πρβ. πίνακας). 2. (φωτογρ., κινημ.) ό,τι περικλείεται στα πλαίσια ενός οπτικού παραλληλογράμμου.
καδράκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. [λόγ. επίδρ. στο κάντρο < ιταλ. quadro]
[Λεξικό Κριαρά]
- κάδρον το.
-
- Eικόνα, κάδρο:
- (Aγαπ., Γεωπον. 248).
[<βεν. quadro. H λ. στο Du Cange και σήμ. (‑ο)]
- Eικόνα, κάδρο:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καδρόνι το [kaδróni] Ο44 : ξύλινο δοκάρι με ορθογωνική διατομή.
[ιταλ. quadron(e) -ι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καδρονιάζω [kaδronázo] -ομαι Ρ2.1 : τοποθετώ καδρόνια σε πάτωμα, στέγη κτλ.
[καδρόν(ι) -ιάζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καδρόνιασμα το [kaδrónazma] Ο49 : η ενέργεια του καδρονιάζω.
[καδρονιασ- (καδρονιάζω) -μα]
[Λεξικό Κριαρά]
- κάδρος, επίθ.
-
- Tετράγωνος:
- χωράφιν κάδρον (Πορτολ. A 3019).
[<βεν. quadro]
- Tετράγωνος: