Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάδος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κάδος ο [káδos] Ο18 : μεγάλο δοχείο από ξύλο ή από μέταλλο για διάφορες χρήσεις: ~ για γάλα / για νερό. ~ απορριμμάτων. || το κυλινδρικό δοχείο του ηλεκτρικού πλυντηρίου, όπου τοποθετούνται τα ρούχα.

[λόγ.(;) < αρχ. κάδος]

[Λεξικό Κριαρά]
κάδος ο.
  • Mεγάλο δοχείο για νερό:
    • (Προδρ. II 56).

[αρχ. ουσ. κάδος. H λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες