Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κάδμιο το [káδmio] Ο40 (χωρίς πληθ.) : χημικό στοιχείο που ανήκει στα μέταλλα, που είναι μαλακό, ελατό και που έχει αργυρόλευκο χρώμα.
[λόγ. αντδ. < νλατ. cadmi(um) -ον < λατ. cadmia `μετάλλευμα ψευδαργύρου΄ < αρχ. καδμεία από το όν. του μυθικού βασιλιά της Θήβας Κάδμου, επειδή εξαγόταν από ορυχεία κοντά στη Θήβα]