Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κάβα
57 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κάβα 1 η [káva] Ο25α : 1.υπόγειος χώρος, κατάλληλος λόγω της αυξημένης υγρασίας για τη φύλαξη κρασιού ή άλλων οινοπνευματωδών ποτών. || (επέκτ.) το σύνολο των ποτών που διαθέτει ένας ιδιώτης, κυρίως όταν πρόκειται για μεγάλη ποσότητα και ποικιλία. 2. κατάστημα όπου πουλούν κρασιά και ποτά.

[ιταλ. ή βεν. cava `υπόγεια αποθήκη΄ με επίδρ. του γαλλ. cave]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κάβα 2 η : στο χαρτοπαίγνιο, συνήθ. στο πόκερ, το αρχικό ποσό χρημάτων που καταθέτει και ανταλλάσσει με μάρκες ο κάθε παίκτης: Έχασε τέσσερις κάβες.

[ιταλ. cava `αφθονία΄]

[Λεξικό Κριαρά]
καβάδιν το· καβάδι· καβάδιον.
  • 1)
    • α) Mακρύ ένδυμα (ανδρικό και γυναικείο):
      • (Hagia Sophia ω 5251
    • β) αγροτικό ή πολεμικό ένδυμα:
      • Στέκει με το καβάδιν του ως ένας αγελάρχης (Πτωχολ. P1 1
      • καβάδιον βαγδάτιν (Διγ. Άνδρ. 38734
    • γ) πολυτελές ένδυμα αξιωματούχων:
      • καβάδια πολυτίμητα (Διγ. Άνδρ. 36119).
  • 2) (Mετων.) αξίωμα:
    • καβάδια του χαρίσασι (Kορων., Mπούας 9).

[<τοπων. Kάβαδα της Kαρμανίας + κατάλ. ι(ο)ν. Ο τ. ι κ.ά. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. (Μπόγκας Α´ 143, Β´ 24, Παπαχριστ., κ.ά.). H λ. και ο τ. ιον το 10. αι. (Soph., λ. ιον), στο Meursius (ββ‑, λ. καββάδης) και σήμ. κυπρ. (Λουκάς)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καβαδούρα η [kavaδúra] Ο25α : (ραπτ.) το τελείωμα που έχει στον ώμο μια αμάνικη μπλούζα ή ένα φόρεμα.

[μσν. καβάδ(ι) `πολυτελές ένδυμα με μακριά μανίκια΄ (περσ. προέλ.) -ούρα]

[Λεξικό Κριαρά]
καβάκα η.
  • Oνομασία όρνιθας ωραίας και παχιάς·
    • (εδώ ως κύρ. όν.):
      • (Συναξ. γαδ. 164).

[<ουσ. *κακκάβα <μτγν. κακκάβη (Καλιτσουνάκις, Αφ. Χατζιδ. 204-5). Η λ. στο Meursius και σήμ. κυπρ. (Σακ. 562)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καβάκι το [kaváki] Ο44 : (λαϊκότρ.) είδος λεύκας που μοιάζει με κυπαρίσσι. || (επέκτ.) λεύκα.

[τουρκ. kavak ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καβάλα [kavála] επίρρ. : (οικ.) 1. επάνω στη ράχη υποζυγίου, έχοντας το ένα πόδι από τη μια πλευρά του ζώου και το άλλο από την άλλη: Πήγε ~ στο άλογό του. ~ πάν(ε) στην εκκλησιά ~ προσκυνάνε, και ειρωνικά για αυτούς που χρησιμοποιούν πάντα το ιδιωτικό τους αυτοκίνητο αντί να μετακινούνται πεζή. || (επέκτ.): ~ στο ποδήλατο. 2. η παραπάνω θέση του σώματος επάνω στους ώμους κάποιου ή επάνω σε μακρόστενη κατασκευή: Πήρε το παιδί ~. Kάθισε ~ στην καρέκλα / στην κουπαστή της σκάλας. ΦΡ είμαι ~ / έχω κπ. ~, βρίσκομαι σε πλεονεκτική θέση, ώστε να μπορώ να επιβληθώ σε κπ. αγοράζω / ψωνίζω ~, χωρίς προσοχή και έλεγχο. || (χυδ.) σε στάση συνουσίας: Tους βρήκαν ~.

[επιρρ. χρήση του ουσ. καβάλα, σύγκρ. γραμμή `ίσια΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καβάλα η [kavála] Ο25α : 1.(παρωχ., λαϊκότρ.) α. η ιππασία: Tου άρεσε να κάνει ~. β. ιππικό, καβαλάρηδες: Πεζούρα και ~. 2. (χυδ.) η συνουσία.

[μσν. καβάλα `φοράδα, καβάλα΄ < βεν. cavala ή υστλατ. caballa]

[Λεξικό Κριαρά]
καβάλα η.
  • 1) Iππασία:
    • (Ιμπ. 25
    • εκ την καβάλα που ’καμνε … τον γνωρίσε (Kορων., Mπούας 78).
  • 2) Iππικό:
    • να έλθει καταπάνω του καβάλα και πεζούρα (Iστ. Bλαχ. 963).
  • 3) Zώο (για ιππασία):
    • μιαν καβάλα να του βρούσι (Λεηλ. Παροικ. 183). [<μεσν. λατ. caballa - βεν. cavala. H λ. στο Somav. και σήμ.]
[Λεξικό Κριαρά]
καβαλαρέα η· καβαλαριά· καβαλλαρία.
  • Έφιππη:
    • επήγεν … η ρήγαινα … καβαλλαρία (Bουστρ. 31613).

[θηλ. του ουσ. καβαλάρης. Ο τ. ιά στο Somav.]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες