Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιώδιο το [ióδio] Ο40 : χημικό στοιχείο που βρίσκεται κυρίως στο θαλασσινό νερό, στα φύκια κ.ά.: Yγρό / στερεό / χλωριούχο ~. Mια δυνατή μυρωδιά ιωδίου. || βάμμα ιωδίου, διάλυμα ιωδίου σε οινόπνευμα, που χρησιμοποιείται ως αντισηπτικό.
[λόγ. < γαλλ. iod(e) -ιον < αρχ. ἰώδης (επει δή ο ατμός του έχει το χρώμα του μενεξέ, στα αρχ. ἴον)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιωδιούχος -ος / -α -ο [ioδiúxos] Ε14 : που περιέχει ιώδιο: Iωδιούχα άλατα / ορυκτά. ~ χαλκός.
[λόγ. ιώδι(ον) + -ούχος]