Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιωτακισμός ο [iotakizmós] Ο17 : 1. (γλωσσ.) η προφορά των αρχαίων ελληνικών η, υ, ει, οι, υι ως [i]. 2. (ιατρ.) μερικός τραυλισμός κατά τον οποίο ο φθόγγος [i] προφέρεται ως [j].
[λόγ. < γαλλ. iotacisme `εξέλιξη διάφορων φων. και διφθόγγων των αρχ. ελλην. σε [i] < υστλατ. iotacismus `πολύ συχνή επανάληψη του ιώτα = γιώτα΄ < ελνστ. ἰωτακισμός (κατά το ἀττικισμός)]