Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιωδισμός ο [ioδizmós] Ο17 : χρόνια δηλητηρίαση του οργανισμού από ιώδιο ή ιωδιούχες ουσίες.
[λόγ. < γαλλ. iodisme < iod(e) = ιώδ(ιο) -isme = -ισμός]