Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιωβηλαίο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιωβηλαίο το [ioviléo] Ο39 : 1. επίσημη γιορτή για τη συμπλήρωση πενήντα χρόνων άσκησης δημόσιου λειτουργήματος, ορισμένης κοινωνικής προσφοράς, έγγαμου βίου κτλ.· (πρβ. πεντηκονταετηρίδα): Γιόρτασαν το ~ των γάμων τους. Tο ~ της δημοσιογραφικής δράσης κάποιου. Tο ~ μιας εφημερίδας. || (σπανιότ.) για 25 ή 100 χρόνια· (πρβ. εικοσιπενταετηρίδα, εκατονταετηρίδα). 2α. Εβραϊκό ~, το τελευταίο και αφιερωμένο στο Θεό έτος κάθε πεντηκονταετίας στο αρχαίο εβραϊκό ημερολόγιο. β. ~ των καθολικών, γενική άφεση αμαρτιών που παραχωρείται από τον πάπα.

[λόγ.: 2α: ελνστ. ἰωβηλαῖον < εβρ. Yobbel· 1, 2β: σημδ. γαλλ. jubilé < λατ. jubilaeus < ελνστ. ἰωβηλαῖον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες