Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιχνογράφημα το [ixnoγráfima] Ο49 : παράσταση μορφής ή αντικειμένου με απλές γραμμές (συνήθ. χωρίς χρώματα)· (πρβ. σχέδιο, σκίτσο).
[λόγ. ιχνογραφη- (ιχνογραφώ) -μα]