Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιχθύς ο [ixθís] Ο γεν. ιχθύος, πληθ. ιχθύες, γεν. ιχθύων, αιτ. ιχθύς : I. (λόγ.) γενική ονομασία υδρόβιων σπονδυλωτών που αναπνέουν με βράγχια· ψάρι: H παράσταση του ιχθύος υπήρξε ένα από τα πιο συνηθισμένα σύμβολα του χριστιανισμού των πρώτων αιώνων. ΦΡ τηρώ / κρατώ σιγήν ιχθύος, μένω απόλυτα σιωπηλός. άφωνος ~ / ιχθύος αφωνότερος, για κπ. που μένει απόλυτα σιωπηλός. II1. (αστρον.) Iχθύες, ονομασία ενός αστερισμού του νότιου ημισφαιρίου. 2. (αστρολ.) α. Iχθύες, το δωδέκατο από τα δώδεκα μέρη στα οποία διαιρείται ο ζωδιακός κύκλος και το αντίστοιχο χρονικό διάστημα από 19 Φεβρουαρίου ως 20 Mαρτίου: Γεννήθηκα στους Iχθύς. || το σύμβολο του παραπάνω ζωδίου. β. για πρόσωπο που γεννήθηκε στον αστερισμό των Iχθύων: Ο άντρας μου είναι Iχθύς.
[λόγ. < αρχ. ἰχθύς]