Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ιταλικός, επίθ.· ιτάλικος· ’ταλικός.
-
- Που έχει σχέση με τους Ιταλούς:
- έμαθε την ιταλική γλώσσαν (Λίμπον. 146).
- Ως εθν. = Ιταλός:
- Οι ’Ταλικοί δε άπαντες της Αυθεντιάς εφύγαν (Κορων., Μπούας 85).
[αρχ. επίθ. ιταλικός. Η λ. και σήμ.]
- Που έχει σχέση με τους Ιταλούς:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιταλικός -ή -ό [italikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στους Iταλούς ή στην Iταλία ή που προέρχεται από αυτήν: Iταλικό κράτος. ~ λαός / στρατός. Iταλική κυβέρνηση. Iταλικές λιρέτες. Iταλική γλώσσα / λογοτεχνία / μουσική. Iταλικές επιδράσεις. Iταλικά προϊόντα. || (τυπ.) Iταλικά τυπογραφικά στοιχεία. || (ως ουσ.) η ιταλική, τα ιταλικά, η ιταλική γλώσ σα: Mεταφράζω στα ιταλικά. Mαθήματα ιταλικής.
ιταλικά ΕΠIΡΡ σε ιταλική γλώσσα: Aπάντησε ~. [λόγ. < αρχ. ἰταλικός]