Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ισόπεδος -η -ο [isópeδos] Ε5 : που είναι στο ίδιο επίπεδο σε σχέση με άλλον ή που δεν αποτελείται από διαφορετικού ύψους επίπεδα. ANT ανισόπεδος: Iσόπεδη διάβαση (στο επίπεδο του δρόμου). ~ συγκοινωνιακός κόμβος.
[λόγ. < αρχ. ἰσόπεδος]