Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ισόμετρος, επίθ.
-
- 1) (Σε σύγκριση) ίσος με κ.:
- καρύων το περίμετρον ισόμετρον πεπόνων (Βίος Αλ. 5204).
- 2) Με ακριβείς τις διαστάσεις:
- ισόμετρον το σώμα ετυπώθη (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1633).
[αρχ. επίθ. ισόμετρος. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) (Σε σύγκριση) ίσος με κ.:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ισόμετρος -η -ο [isómetros] Ε5 : που έχει το ίδιο μέγεθος με κπ. άλλο.
[λόγ. < αρχ. ἰσόμετρος]