Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ισόγλωσσο το [isóγloso] Ο41 : (γλωσσ.) γραμμή που σε διαλεκτολογικούς χάρτες αποτελεί το σύνορο ανάμεσα σε περιοχές που εμφανίζουν το ίδιο γλωσσικό φαινόμενο με διαφορετικό τρόπο. || (επέκτ.) το ίδιο το γλωσσικό φαινόμενο: H παρεξήγηση στη «Bαβυλωνία» του Bυζάντιου στηρίζεται στο ~ “κουράδια” (στην κρητική διάλεκτο) - “κοπάδια” (στις άλλες διαλέκτους).
[λόγ. < γερμ. Isoglosse < iso- = ισο- + -glosse < αρχ. γλῶσ σα]