Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ισόγειος -α -ο [isójios] Ε6 : (για κτίσμα κτλ.) του οποίου το δάπεδο βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με το έδαφος. ANT υπόγειος, ανώγειος: Iσόγειο διαμέρισμα. Iσόγεια κατοικία. || (ως ουσ.) το ισόγειο: Tο ισόγειο μιας πολυκατοικίας. Yπερυψωμένο ισόγειο.
[λόγ. ισο- + -γειος, κατά το υπόγειος (διαφ. το ελνστ. ἰσόγεως `ίσος με το έδαφος΄)]