Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ισχύς η [isxís] Ο γεν. ισχύος, αιτ. ισχύ, πληθ. ισχύες, γεν. ισχύων : 1. (λόγ.) το μέγεθος της δύναμης που έχει κάποιος: Στρατιωτική / πολιτική ~ μιας χώρας. (απαρχ. έκφρ.) η ~ εν τη ενώσει*. ΦΡ ~ μου η αγάπη του λαού μου, έμβλημα της τελευταίας βασιλικής οικογένειας στην Ελλάδα. 2. δύναμη, κύρος: Tα επιχειρήματά του δεν έχουν αποδεικτική ισχύ. ΦΡ από θέση / θέσεως ισχύος, για κπ. που βρίσκεται σε μια πλεονεκτική θέση από την οποία αντλεί δύναμη, κύρος κτλ.: Mπόρεσε να μας αντικρούσει όχι τόσο γιατί είχε επιχειρήματα, αλλά γιατί μιλούσε από θέση ισχύος. 3. η ιδιότητα ή η ικανότητα εκείνου που μπορεί να επιφέρει ή να παρέχει αυτό για το οποίο και έγινε, εκείνου που εφαρμόζεται: H ~ του νόμου αρχίζει αμέσως μετά τη δημοσίευσή του. Aνανεώνω την ισχύ ενός συμβολαίου. Οι φυσικοί νόμοι έχουν καθολική ισχύ. || η ικανότητα κάποιου να είναι παραδεκτός: Οι απόψεις αυτές σήμερα δεν έχουν καμιά ισχύ. Έχω νομική ισχύ, είμαι έγκυρος. 4. (φυσ.) το έργο που παράγει μια πηγή ενέργει ας (κινητήρας, υδατοπτώσεις κτλ.) σε ορισμένο χρόνο: Tο βατ και ο ίππος είναι μονάδες μέτρησης της ισχύος.
[λόγ. < αρχ. ἰσχύς (4: σημδ. αγγλ. power)]
[Λεξικό Κριαρά]
- ισχύς η.
-
- 1)
- α) Σωματική δύναμη, ευρωστία:
- (Διγ. Z 3881)·
- β) ανδρεία:
- έγνων γαρ τούτου φρόνησιν, ισχύν και χαρακτήρα (Βίος Αλ. 2965).
- α) Σωματική δύναμη, ευρωστία:
- 2) Δύναμη, υπεροχή:
- κατά των λόγων την ισχύν (Πρόδρ. IV 19).
- 3)
- α) Στρατιωτική δύναμη:
- υπερθαρρούντες εις ισχύν άρδην ημάς ολέσαι (Διήγ. παιδ. 8)·
- β) (μεταφ.) αντίσταση:
- κακώς απώλετο πάσα Θηβαίων πόλις … ισχύν δεικνύσ’ ανίσχυρον (Βίος Αλ. 2254).
- α) Στρατιωτική δύναμη:
- 4)
- α) Υλική δύναμη:
- Τότε έκτισαν το κάστρον … μη έχοντες ισχύν το παράπαν (Χειλά, Χρον. 346)·
- β) στερεότητα:
- λέγουν του κάστρου το λαμπρόν και την ισχύν των πύργων (Καλλίμ. 945).
- α) Υλική δύναμη:
- 5) Εξουσία:
- να μάθετε την δύναμιν και ισχύν τήν έχει (ενν. ο πόθος) (Αχιλλ. N 15).
- 6) Θάρρος:
- ισχύν αναλαβόμενος πλήττω τον Ιωαννάκην (Διγ. Gr. 2582).
[αρχ. ουσ. ισχύς. Η λ. και σήμ.]
- 1)