Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ισχυροποιώ [isxiropió] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω κτ. ισχυρό· ενισχύω, σταθεροποιώ: ~ τη θέση μου. Για να ισχυροποιήσει ακόμη περισσότερο τη θέση του, δε δίστασε να εξοντώσει ακόμη και πολλούς από τους συνεργάτες του.
[λόγ. < ελνστ. ἰσχυροποιῶ]