Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ισχυροποίηση η [isxiropíisi] Ο33 : το αποτέλεσμα του ισχυροποιώ· ενίσχυση, σταθεροποίηση: H ~ της θέσης του στον κομματικό μηχανισμό ήταν αποτέλεσμα μακρόχρονης προσπάθειας. || (γλωσσ.) ~ της άρθρωσης (ενός φθόγγου).
[λόγ. < ελνστ. ἰσχυροποίη(σις) -ση]