Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ισχυρογνώμων -ων -ον [isxiroγnómon] Ε (βλ. ων -ων -ον) : (λόγ.) που παράλογα ή αδικαιολόγητα επιμένει στη γνώμη του· (πρβ. πεισματάρης): Δεν το περίμενα να είναι τόσο ~. || (ως ουσ.).
[λόγ. < αρχ. ἰσχυρογνώμων]